μακεδονομάχος

μακεδονομάχος
ο
αυτός που πολέμησε στον μακεδονικό αγώνα εναντίον τών βουλγαρικών συμμοριών που δρούσαν στη Μακεδονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μακεδονία + -μαχος (< μάχομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μελάς, Παύλος — (Μασσαλία 1870 – Σιάτιστα, Δυτική Μακεδονία 1904). Στρατιωτικός και μακεδονομάχος. Η προσωπικότητά του άσκησε σοβαρή επίδραση στην πολιτική της ενεργής συμμετοχής της Ελλάδας στον λεγόμενο Μακεδονικό Αγώνα. Το 1874 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Христу, Константинос — Константинос Христу (греч. Κωνσταντίνος Χρήστου) Род де …   Википедия

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

  • μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

  • μελάς — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

  • Βλαχάκης, Αντώνιος — (1874 – Οσνίτσανη 1906).Μακεδονομάχος. Υπηρέτησε στον Μακεδονικό αγώνα ως ανθυπολοχαγός πεζικού με το ψευδώνυμο Νάκης Λίτσα, και αγωνίστηκε από το 1905 κατά των Βουλγάρων. Έπεσε στην Οσνίτσανη σε μάχη με τους Τούρκους …   Dictionary of Greek

  • Γαρέφης, Κωνσταντίνος — (Μηλιές, Μαγνησία 1874 – 1906). Μακεδονομάχος. Το 1905 κατατάχτηκε στο ανταρτικό σώμα του Κωνσταντίνου Μαζαράκη και διακρίθηκε στους αγώνες της περιοχής του Βέρμιου. Μετά την ανάκληση του Μαζαράκη και τη διάλυση της ομάδας του, ο Γ. σχημάτισε… …   Dictionary of Greek

  • Ιλαρίων, Ρολόγης — (Αμάρι, Κρήτη 1861 – Ρέθυμνο 1915). Μοναχός και μακεδονομάχος. Έγινε μοναχός στο Άγιον Όρος και φοίτησε στην Αθωνιάδα Σχολή. To 1898 έγινε ηγούμενος στο μοναστήρι του Ζουδανιού, το οποίο και παραχώρησε στους μακεδονομάχους ως ορμητήριο. Συνελήφθη …   Dictionary of Greek

  • Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ …   Dictionary of Greek

  • Τάγαρης — Επώνυμο οικογένειας βυζαντινής καταγωγής (Η βυζαντινή γραφή είναι Τάγαρις). Τα κυριότερα μέλη της ήταν: 1. Μανουήλ (13ος – 14ος αι.). Βυζαντινός στρατηγός. Καταγόταν από άσημη και φτωχή οικογένεια αλλά εξαιτίας της ανδρείας του στους διάφορους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”